πιλοφόρος

πιλοφόρος
-ον, ΜΑ
αυτός που φορεί πίλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῖλος «καπέλο» + -φόρος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πιλοφόροις — πιλόφορος wearing a cap masc/fem/neut dat pl πῑλοφόροις , πιλοφόρος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιλοφόρους — πιλόφορος wearing a cap masc/fem acc pl πῑλοφόρους , πιλοφόρος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιλοφόρων — πιλόφορος wearing a cap masc/fem/neut gen pl πῑλοφόρων , πιλοφόρος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …   Dictionary of Greek

  • δρυοκολαπτίδες — Οικογένεια πτηνών της τάξης των δρυοκολαπτομόρφων. Η οικογένεια αυτή αριθμεί περίπου 210 είδη, που ζουν σε δασώδεις περιοχές όλων των χωρών, εκτός από τη Μαδαγασκάρη και την Αυστραλία. To μήκος τους ξεκινά από 9 εκ. και μπορεί να φτάσει τα 55 εκ …   Dictionary of Greek

  • πιλοφορικός — ή, όν, Α [πιλοφόρος] ο συνηθισμένος να φέρει πίλο, να φορεί σκούφο …   Dictionary of Greek

  • πιλοφορώ — έω, ΝΜΑ [πιλοφόρος] νεοελλ. φορώ καπέλο ή πηλήκιο μσν. αρχ. φορώ πίλο ή μίτρα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”